- ὀξυτέρᾳ
- ὀξυτέρᾱͅ , ὀξύς 2sharpfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀξυτέρα — ὀξυτέρᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc/acc dual ὀξυτέρᾱ , ὀξύς 2 sharp fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξύτερα — ὀξύς 2 sharp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρας — ὀξυτέρᾱς , ὀξύς 2 sharp fem acc pl ὀξυτέρᾱς , ὀξύς 2 sharp fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέραν — ὀξυτέρᾱν , ὀξύς 2 sharp fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
острѣи — (11) сравн. степ. к острыи. 1.Во 2 знач. Образн.: живо слово б҃иѥ ѡстрѣѥ меча. МПр XIV2, 54 об.; живо бо ре(ч) слово б҃ие и дѣиствено. и ѡстрѣе всѧкого мѣча ѡбоюду ѡстра. (τομώτερος) ЖВИ XIV–XV, 40в. 2. В 6 знач.: И о женѣ намъ и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PUELLATORIAE Tibiae — apud Solin. c. 5. Thermitanis locis Insula est arundinum ferax, quae accommodatismae sunt in omnem sonum tibiarum: seu praecentorias facias seu vascas seu puellatorias, quibus a sone clariore vocamen datur: sive gingrinas etc. inSchedis Palatinis … Hofmann J. Lexicon universale
SARDIANICA Vestimenta — i. e. punicea et coccina, memorantur Aeliano, ubi de puniceis Persarum vestibus, τῶ ἀδομένων δὲ Σαρδιανικῶν ὀξύτερά τε καὶ τηλαυγέςτερα. Hinc Hesych. Σαρδιανικὸν βάμμα, τὸ φοινικοῦν. Quem colorem ὀξυφοινικοῦν vocabant. Vide Salmas. ad Solin. p.… … Hofmann J. Lexicon universale
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος … Dictionary of Greek
παροξύνω — ΝΜΑ [οξύνω] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, ακονίζω κάτι 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω κάποιον προς κάτι («τούτους ἐπαινῶν τε παρώξυνε», Ξεν.) 3. εξάπτω, διεγείρω, ερεθίζω («πατρὸς δὲ μὴ παροξύνης φρένας», Ευρ.) 4. γραμμ. τονίζω την… … Dictionary of Greek